κατακοιμῶ

κατακοιμῶ
κατακοιμάω
sleep
pres imperat mp 2nd sg
κατακοιμάω
sleep
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κατακοιμάω
sleep
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κατακοιμάω
sleep
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατακοιμάω
sleep
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατακοιμάω
sleep
pres imperat mp 2nd sg
κατακοιμάω
sleep
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κατακοιμάω
sleep
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κατακοιμάω
sleep
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατακοιμάω
sleep
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατακοιμάω
sleep
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
κατακοιμάω
sleep
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακοιμώ — κατακοιμῶ, άω (Α) 1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῑνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.) 2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («οὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιμῶ «βάζω… …   Dictionary of Greek

  • κατακοίμηση — η (Α κατακοίμησις) [κατακοιμώ] το να κοιμηθεί κάποιος κάπου …   Dictionary of Greek

  • κατακοιμητής — κατακοιμητής, ὁ (Α) [κατακοιμώ] αυτός που αποκοιμίζει κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • κατακοιμίζω — και κατακοιμώ κατακοίμισα, βάζω κάποιον να κοιμηθεί βαθιά και πολύ, αποκοιμίζω: Κατακοίμισε τα παιδιά της και βγήκε για σεργιάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”